στοχασμός

στοχασμός
στοχ-ασμός, ,
A guessing, μελέτης ς. the power of guessing which comes from practice. Pl.Phlb.56a; στοχασμῷ λαμβάνων, σ. πινομένη, 'quantum sufficit', Dsc.1.48, Eup.2.21;

τὸν σ. ἀεὶ καὶ μᾶλλον ἐξακριβοῦν Gal.6.129

; as a technical term in Rhet., Phld.Rh.1.167S., al.; esp. use of circumstantial evidence, Hermog.Stat.2,3.
2 regard for, τινος Plu.2.981b; τοῦ πρέποντος ib.616b; attention to,

τῶν εἰρημένων ἀστέρων Ph.1.28

.
II fixing of a hunting-net, Poll.5.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στοχασμός — guessing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν …   Dictionary of Greek

  • στοχασμός — ο 1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός. 2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”